σαντορινιός

σαντορινιός
-ιά, -ιό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σαντορίνη ή αυτός που προέρχεται από την Σαντορίνη
2. (το θηλ. και το αρσ. ως κύριο όν.) ο Σαντορινιός και η Σαντορινιά
ο Σαντοριναίος
3. το ουδ. ως ουσ. το σαντορινιό
είδος κρασιού που παρασκευάζεται στην Σαντορίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαντορίνη + κατάλ. -ιός (πρβλ. Μυτιλην-ιός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαντορινιός — ο θηλ. Σαντορινιά Σαντοριναίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαντορινιός, -ιά, -ιό — αυτός που αναφέρεται στη Σαντορίνη ή προέρχεται από αυτή: Σαντορινιό κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαντοριναίος — α, ο, Ν 1. σαντορινιός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Σαντοριναίος και η Σαντοριναία ο κάτοικος τής Σαντορίνης ή εκείνος που κατάγεται από την νήσο Σαντορίνη, ο Σαντορινιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαντορίνη + κατάλ. αίος (πρβλ. Μυτιλην αίος)] …   Dictionary of Greek

  • θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”